- λιγόμυαλος
- -η, -οελαφρόμυαλος, ανόητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφροπαλάντζας — ο [αλαφροπαλάντζα] ελαφρός και άστατος, λιγόμυαλος, ανόητος … Dictionary of Greek
αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… … Dictionary of Greek
βραχυγνώμων — βραχυγνώμων, ο (Α) ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
μικρόμυαλος — η ο 1. μικρόνους, λιγόμυαλος, στενόμυαλος, στενοκέφαλος 2. ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ασύνετος … Dictionary of Greek
μυαλοκομμένος — η, ο λιγόμυαλος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό + κομμένος (< κόβω), πρβλ. βλογιο κομμένος] … Dictionary of Greek
παρμένος — η, ο ως επίθ. 1. ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος, ο ημιπαράλυτος, και γενικά ο βλαμμένος σωματικώς 2. συνεκδ. ο διανοητικά καθυστερημένος, λιγόμυαλος, ανώμαλος 3. μτφ. φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, έξω από την πραγματικότητα 4. (ως μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek